υπόδουλος

υπόδουλος
-η, -ο / ὑπόδουλος, -ον, ΝΜ [δοῡλος]
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από ξένη κυριαρχία, υποταγμένος, σκλάβος («υπόδουλο έθνος»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι υπόδουλοι
οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό ζυγό, ραγιάδες
μσν.
δούλος σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπόδουλος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται σε δουλεία, που είναι υποτελής σε ξένη κυριαρχία, δούλος, σκλάβος, ραγιάς: Υπόδουλος λαός. 2. ο πληθ. του αρσ. ως ουσ., υπόδουλοι κυρ. οι Έλληνες όταν βρίσκονταν κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οι ραγιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… …   Dictionary of Greek

  • δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δουλόσυνος — δουλόσυνος, ον (AM) μσν. δουλικός αρχ. υπόδουλος, υποταγμένος …   Dictionary of Greek

  • λίζιος — λίζιος, ία, ον (Μ) 1. (το αρσ. συν. με τα ουσ. άνθρωπος, καβαλάρης, φλαμουριάρης ή μόνο του ως ουσ.) υποτελής τιμαριούχος 2. μτφ. υπόδουλος το αρσ. ως ουσ. ὁ λίζιος ακόλουθος, υπασπιστής 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιζία η σχέση αμοιβαίας πίστης μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • λιζάτον — λιζᾱτον, τὸ (Μ) 1. η υποτέλεια 2. φόρος υποτέλειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίζιος «υπόδουλος» + κατάλ. ᾶτον] …   Dictionary of Greek

  • λιζιοερωτόδουλος — λιζιοερωτόδουλος, ον (Μ) σκλάβος τού έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίζιος «υπόδουλος» + ἔρως + δοῦλος] …   Dictionary of Greek

  • τουρκοκρατούμαι — έομαι, Ν (για χώρες και λαούς) κατέχομαι από τους Τούρκους, είμαι υπόδουλος στους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κρατούμαι (πρβλ. ξενο κρατούμαι). Η λ., στη μτχ. τουρκοκρατούμενος, μαρτυρείται από το 1848 στον Γ. Ρουσιάδη] …   Dictionary of Greek

  • υποδουλώνω — ὑποδουλῶ, όω, ΝΜ [ὑπόδουλος] νεοελλ. 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου 2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”