υπόδουλος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται σε δουλεία, που είναι υποτελής σε ξένη κυριαρχία, δούλος, σκλάβος, ραγιάς: Υπόδουλος λαός. 2. ο πληθ. του αρσ. ως ουσ., υπόδουλοι κυρ. οι Έλληνες όταν βρίσκονταν κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οι ραγιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… … Dictionary of Greek
δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
δουλόσυνος — δουλόσυνος, ον (AM) μσν. δουλικός αρχ. υπόδουλος, υποταγμένος … Dictionary of Greek
λίζιος — λίζιος, ία, ον (Μ) 1. (το αρσ. συν. με τα ουσ. άνθρωπος, καβαλάρης, φλαμουριάρης ή μόνο του ως ουσ.) υποτελής τιμαριούχος 2. μτφ. υπόδουλος το αρσ. ως ουσ. ὁ λίζιος ακόλουθος, υπασπιστής 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιζία η σχέση αμοιβαίας πίστης μεταξύ… … Dictionary of Greek
λιζάτον — λιζᾱτον, τὸ (Μ) 1. η υποτέλεια 2. φόρος υποτέλειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίζιος «υπόδουλος» + κατάλ. ᾶτον] … Dictionary of Greek
λιζιοερωτόδουλος — λιζιοερωτόδουλος, ον (Μ) σκλάβος τού έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίζιος «υπόδουλος» + ἔρως + δοῦλος] … Dictionary of Greek
τουρκοκρατούμαι — έομαι, Ν (για χώρες και λαούς) κατέχομαι από τους Τούρκους, είμαι υπόδουλος στους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κρατούμαι (πρβλ. ξενο κρατούμαι). Η λ., στη μτχ. τουρκοκρατούμενος, μαρτυρείται από το 1848 στον Γ. Ρουσιάδη] … Dictionary of Greek
υποδουλώνω — ὑποδουλῶ, όω, ΝΜ [ὑπόδουλος] νεοελλ. 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου 2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους… … Dictionary of Greek